Ήθελα από μέρες να γράψω για τον κ. Ηλία ο οποίος άφησε αυτή τη ζωή πριν από λίγες βδομάδες. Ηταν ένα ζεστό μεσημέρι του Αυγούστου του 2012 όταν αποφάσισα να ξαποστάσω στο παγκάκι κάτω απο το μεγάλο πλάτανο που βρίσκεται παραπλεύρως του κτηρίου της Περιφέρειας. Όντας κενό το παγκάκι, έκατσα καταμεσής του όταν ξαφνικά από μπροστά μου πέρασε ένα γεροντάκι κρατώντας από το χέρι την γιαγιά σύζυγό του. Ηρθαν να καθίσουν κι αυτοί στο παγκάκι το οποίο αργότερα μου εξήγησαν πώς ήταν η καθημερινή τους εξόρμηση και ευκαιρία για κοινωνικοποίηση. Τραβήχτηκα στην άκρη για να τους δώσω χώρο να καθίσουν όταν ο παππούς μου απευθύνθηκε στον πληθυντικό: “Μην μπαίνετε στον κόπο, θα χωρέσουμε”. Δυο ηλικιωμένοι άνθρωποι θα έβρισκαν τρόπο να χωρέσουν δίπλα-δίπλα έχοντας διαθέσιμο εξαιτίας μου, λιγότερο απο μισό παγκάκι; Αυτή η σκέψη με συγκίνησε μαζί με την απλότητα του ζευγαριού, αλλά και την τρυφερότητα με την οποία κρατούσε ο παππούς τη γυναίκα του από το χέρι. Ετσι, βρήκα τρόπο να αρχίσω κουβέντα, στην οποία ο παππούς αποδείχθηκε παραπάνω από διαθέσιμος να ανταποκριθεί. Τον έλεγαν μου είπε Ηλία και ήταν γεννημένος στη Σμύρνη. Έφυγα μου είπε “ενός χρονού από τη Σμύρνη με την οικογένειά μου στην καταστροφή”. Επειδή ανέκαθεν με “τραβούσε” η νεότερη ιστορία του Ελληνισμού, οι ερωτήσεις έπεσαν βροχή, ύστερα από αυτή την πρόταση. Αρχισε λοιπόν ο κ. Ηλίας να μου διηγείται τη ζωή του. Τα πρώτα χρόνια που θυμόταν στη Χίο τα πέρασε με την οικογένειά του στο Κάστρο. “Μείναμε σε ένα μικρό σπιτάκι με τους γονείς και τα αδέλφια μου, στην περιοχή πίσω από το Ρεξ”. Δύσκολα τα χρόνια εκείνα μου είπε ο κ. Ηλίας. “Έπερνε ο κόσμος πέτρες από το Κάστρο για να χτίσει τα σπίτια του”. “Όταν ήρθαμε στη Χίο έπρεπε να επιβιώσουμε και αυτό δεν ήταν εύκολο γιατί υπήρχε φτώχεια και οι Χιώτες άλλες φορές μας καλοδέχονταν κι άλλες όχι”. Όταν ο πατέρας του μπόρεσε και ανάλαβε λίγο τα οικονομικά του, μετακόμισαν από το Κάστρο στην Αγία Άννα Καπέλα, όπου καποιοι Χιώτες που είχαν γνωρίσει τους πρόσφεραν ένα μεγαλύτερο σπίτι για να ζήσουν.
Πέρασαν τα χρόνια και ήρθε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος. Τότε, ο πατέρας του βλέποντας την πείνα και τον κίνδυνο επιβίωσης που σκορπούσε η γερμανική ναζιστική μπότα στη Χίο, αποφάσισε να βρει τρόπο να περάσουν στον Τσεσμέ με απότερο στόχο να φτάσουν στη Μέση Ανατολή. Τότε, ένας Χιώτης, που είχε βάρκα, έκανε αυτή την παράνομη μεταφορά, μου είπε. Παράνομη, γιατί οι Γερμανοί είχαν απαγορέυσει τη μετακίνηση πληθυσμών από τη Χίο με κατεύθυνση την Τουρκία, προφανώς για να μην ενισχύονταν οι συμμαχικές δυνάμεις που αντιπαλεύονταν το Γ’ Ράιχ. Πλήρωσε το βαρκάρη και έτσι η ημερομηνία της μεταφοράς ορίστηκε για μια νύχτα του Σεπτέμβρη. Θα πήγαιναν σε ένα καφενείο – ζαχαροπλαστείο στα Ταμπάκικα και όταν έπεφτε η νύχτα θα περνούσαν με τη βάρκα απέναντι. Για καλή τους τύχη ένας Χιώτης που είχαν επιφορτίσει οι αρχές Κατοχής για να στελεχώνουν περιπολίες στο στενό μεταξύ Χίου και Μικράς Ασίας, τους πληροφόρησε να μη φύγουν εκείνη τη νύχτα διότι θα κινδύνευαν τη ζωή τους μια και θα έβγαιναν περίπολο.
Έτσι, η ημερομηνία της φυγής μετατέθηκε. Όταν με ασφάλεια πια έφτασαν σε μια απομονωμένη ακτή στην ευρύτερη περιοχή του Τσεσμέ, προσπάθησαν να ανάψουν φωτιά για να ζεσταθούν. Για καλή τους τύχη, την άλλη μέρα το πρωί τους εντόπισαν Τούρκοι που πήγαιναν στα χωράφια τους. Απο κει, οδηγήθηκαν στον Τσεσμέ και στη συνέχεια στο ελληνικό προξενείο της Σμύρνης, όπου ο πρόξενος διευθετούσε σε συνεννόηση με την τουρκική κυβέρνηση την περίθαλψη των Ελλήνων που έφταναν στην Τουρκία και την μεταφορά – απέλασή τους προς τις χώρες της Μέσης Ανατολής, μιας και η Τουρκία παρέμεινε ουδέτερη κατά τον πόλεμο. Με φορτηγά και τρένα έφτασαν στη Μερσίνα, αφού έμειναν κάποιες μερες στη Σμύρνη, όπου τους πρόσφεραν ρούχα και φαγητό. Στη Μερσίνα, μου είπε ο κ. Ηλίας ήταν προγραμματισμένο να αποπλεύσουν με βάρκα για την “άλλη Ελλάδα” , δηλ. Την Κύπρο που τότε την “κρατούσαν οι Άγγλοι”. “Ομως, Γερμανικά βομβαρδιστικά είχαν τις προηγούμενες μέρες βυθίσει μια βάρκα που μετέφερε Ελληνες στην Κύπρο”, οπότε αποφασίστηκε να τους κατευθύνουν προς τη Συρία. Εκεί, αφού πέρασαν τα ρούχα τους από κλήβανο και τους έδωσαν νέα ρούχα (τόσο ακατάστατες ήταν οι στιγμές όπου άλλοι βρέθηκαν να φορούν μεγαλύτερα και άλλοι μικρότερα από το σώμα τους ρούχα) και γαλέτες για να φάνε, τους επιβήβασαν εκ νέου με κατεύθυνση προς την Αίγυπτο όπου βρισκόταν η αυτοεξόριστη ελληνικη κυβέρνηση και οργανωνόταν με τους συμμάχους ένοπλα σώματα όπως ο Ιερός Λόχος.
Κάπου εκεί, διεκόπη η ροή της συζήτησής μας με τον κ. Ηλία ο οποίος μου είπε οτι για να βγάλει τον επιούσιο στη Χίο μεταπολεμικά, πωλούσε ζαχαρωτά. Επρεπε να φύγω για να προλάβω μια νέα μου υποχρέωση μιας και η ώρα είχε πλέον περάσει. Πριν να φύγω προσφέρθηκα να κεράσω στον κ. Ηλία και την κ. Μαρία, τη γυναίκα του κάτι να πιούν. Αν και αρνήθηκε, στην επιμονή μου αποκρίθηκε με μια ξεχωριστή ευγένεια “ίσως μια λεμοναδίτσα”; Αφού τους κέρασα αποχώρησα ζητώντας από τον κ. Ηλία αν θα ήθελε να του πάρω κάποια συνέντευξη στο άμεσο μέλλον στα πλαίσια μιας προσπάθειας συλλογής ιστορικού υλικού απο Μικρασιάτες που έχει ξεκινήσει η εθελοντική ομάδα για το Κάστρο της Χίου. Ο κ. Ηλίας, δέχτηκε με χαρά, ομως, αυτή η δεύτερη συνάντησή μας δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί μια και εγώ έφυγα απο τη Χίο κι εκείνος έφυγε για τη γειτονιά των αγγέλων. Ήταν η πρώτη και η τελευταία μου συνάντηση με έναν άνθρωπο που γεννήθηκε στις απέναντι ακτές της Ιωνίας. Για μένα αποτελεί μια από τις σπανιότερες πνευματικές εμπειρίες. Καταθέτω το παρόν, ως ένδειξη βαθιάς συγκίνησης και σεβασμού για το πρόσωπο αυτού του τόσο ευγενικού και με περίσσεια παιδείας ανθρώπου που έχοντας ζήσει τόσες δυσκολίες στη ζωή του δεν πτοήθηκε από το 1/3 του χώρου στο παγκάκι όπου είχα αρχικά αφήσει πριν να καθίσει ο ίδιος με την κυρία του. Καταθέτω δε το παρόν ως μαρτυρία των ιστορικών στιγμών που εκτυλίχθηκαν κατα τη διάρκεια της ζωής, του παρέχοντας όσο πιο πιστά μου παρέχει η φθίνουσα από το χρόνο μνήμη τα γεγονότα αυτά όπως ο ίδιος τα έζησε. Η κ. Μαρία ίσως από συνήθεια, ίσως αναπολώντας τις τελευταίες ξεκούραστες στιγμές που έζησε με τον άντρα της, ακόμα και σήμερα, περνάει αρκετές από τις πρωινές της ώρες σε κείνο το παγκάκι σαν να τον εχει δίπλα της, όπως τότε! Θα μου μείνει αξέχαστη η ανάμνησή του. Ο Θεός ας τον αναπαύσει.
Συντάχθηκε από τον/την Λουκά Γλύπτη Μέλος Ε.Ο.Δ Το Κάστρο της Χίου ένας Χαμένος Παράδεισος